- συμφύρδην
- συμφύρ-δην, Adv.A mixedly, Nic.Th.110.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συμφύρδην — mixedly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφύρδην — Α επίρρ. 1. ανάμικτα, ανάκατα («πάντα ταράσσειν συμφύρδην», Νίκ.) 2. συγκεχυμένα («βαρβαρικαῑς τε φωναῑς... συμφύρδην ὑμῶν πεποιήκατε τὴν διάλεκτον», Τατιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφύρω «ανακατεύω» + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην)] … Dictionary of Greek